στρατευτικός

στρατευτικός
στρατ-ευτικός, ή, όν,
A inclined to war, warlike, Alex.234 ([comp] Sup.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στρατευτικός — ή, όν, Α [στρατεύω (Ι)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρατεία*, στην εκστρατεία 2. αυτός που υπόκειται στην εκστρατεία, στον πόλεμο, στρατευτός* 3. φιλοπόλεμος …   Dictionary of Greek

  • στρατευτικωτάτους — στρατευτικός inclined to war masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατευτικῶς — στρατευτικός inclined to war adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατευτός — ὁ, Α [στρατεύω (Ι)] αυτός που υπόκειται στην εκστρατεία, στον πόλεμο, στρατευτικός* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”